στο λεξικό PONS
pur·suit [pəˈsju:t, αμερικ pɚˈsu:t] ΟΥΣ
1. pursuit of knowledge, fulfilment:
2. pursuit (activity):
3. pursuit ΑΘΛ (race in a biathlon):
pur·suit race ΟΥΣ ΑΘΛ
- intellectual pursuits
-
- intellectual pursuits
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
pursuit of profit ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Gewinnstreben ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.