στο λεξικό PONS
I. ein2 <einer, eine, eines> [ain], ei·ne [ˈainə], ein [ain] ΕΠΊΘ
II. ein2 <einer, eine, eines> [ain], ei·ne [ˈainə], ein [ain] ΆΡΘ αόρ
1. ein (einzeln):
Bär(in) <-en, -en> [bɛ:ɐ̯] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ein-Tages-Veränderung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PIN-Nummer ΟΥΣ θηλ E-COMM
PIN ΟΥΣ θηλ
PIN συντομογραφία: Personal Identification Number E-COMM
Spin-Off ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
ISIN-Code ΟΥΣ αρσ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
ISIN-Nummer ΟΥΣ θηλ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
SIN ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Über-pari-Rückzahlungskurs ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Florentinische Eier ΟΥΣ αρσ ΜΑΓΕΙΡ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
erwarteter Wert ΠΡΟΤΥΠΟΠ
Konzept der verallgemeinerten Kosten ΑΞΙΟΛΌΓ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
Über-Unterdruckschalter
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.