στο λεξικό PONS
Hünd·chen <-s, -> [ˈhʏntçən] ΟΥΣ ουδ
Hund <-[e]s, -e> [hʊnt, πλ ˈhʊndə] ΟΥΣ αρσ
Mund·schenk <-en, -en> ΟΥΣ αρσ ΙΣΤΟΡΊΑ
Kund·schaft <-, -en> [ˈkʊntʃaft] ΟΥΣ θηλ
1. Kundschaft (Kundenkreis):
2. Kundschaft (Kunden):
Mund·schutz <-es, -e> ΟΥΣ αρσ
1. Mundschutz ΙΑΤΡ (über Mund und Nase):
2. Mundschutz ΑΘΛ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Kundschaft ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.