I. ver·ächt·lich [fɛɐˈʔɛçtlɪç] ΕΠΊΘ
1. verächtlich (Verachtung zeigend):
- verächtlich
-
- verächtlich
-
2. verächtlich (verabscheuungswürdig):
- verächtlich
-
- verächtlich
-
II. ver·ächt·lich [fɛɐˈʔɛçtlɪç] ΕΠΊΡΡ
- verächtlich
-
- verächtlich
-
verächtlich ΕΠΊΘ
-
- verächtlich
-
- verächtlich
-
- verächtlich
-
- verächtlich
-
- verächtlich
-
- verächtlich
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.