στο λεξικό PONS
I. ein2 <einer, eine, eines> [ain], ei·ne [ˈainə], ein [ain] ΕΠΊΘ
II. ein2 <einer, eine, eines> [ain], ei·ne [ˈainə], ein [ain] ΆΡΘ αόρ
1. ein (einzeln):
ei·ne, ei·ner, ei·nes [ˈainə] ΑΝΤΩΝ αόρ
1. eine (jemand):
2. eine οικ (man):
3. eine (ein Punkt):
ei·ner [ˈainɐ] ΑΝΤΩΝ
einer → eine(r, s)
Au·ßen·wert <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
Wäh·rung <-, -en> [ˈvɛ:rʊŋ] ΟΥΣ θηλ
Wah·rung <-> [ˈva:rʊŋ] ΟΥΣ θηλ kein πλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.