Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. certain (certaine) [sɛʀtɛ̃, ɛn] ΕΠΊΘ
1. certain (convaincu):
2. certain (indiscutable):
II. certain (certaine) [sɛʀtɛ̃, ɛn] ΕΠΊΘ αόρ προσδιορ
1. certain (mal défini):
2. certain (devant un nom de personne):
3. certain (intensif):
III. certains, certaines ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
II. certain(e) [sɛʀtɛ̃, ɛn] ΕΠΊΘ αόρ
II. certain(e) [sɛʀtɛ͂, ɛn] ΕΠΊΘ αόρ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- cerise
- cerisier
- cérium
- CERN
- cerne
- certaines
- certes
- certif
- certificat
- certification
- certifié