Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. coupable [kupabl] ΕΠΊΘ
1. coupable (gén) ΝΟΜ:
-
- coupable (for de)
-
- coupable
- guilty appearance, look
- coupable
-
- négligence θηλ coupable
-
- coupable αρσ θηλ
στο λεξικό PONS
I. coupable [kupabl] ΕΠΊΘ
I. coupable [kupabl] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.