στο λεξικό PONS
be·ˈhav·ior ΟΥΣ αμερικ
behavior → behaviour
I. be·hav·iour, αμερικ be·hav·ior [bɪˈheɪvjəʳ, αμερικ -vjɚ] ΟΥΣ no pl
II. be·hav·iour, αμερικ be·hav·ior [bɪˈheɪvjəʳ, αμερικ -vjɚ] ΟΥΣ modifier
behaviour (pattern):
I. be·hav·iour, αμερικ be·hav·ior [bɪˈheɪvjəʳ, αμερικ -vjɚ] ΟΥΣ no pl
II. be·hav·iour, αμερικ be·hav·ior [bɪˈheɪvjəʳ, αμερικ -vjɚ] ΟΥΣ modifier
behaviour (pattern):
I. con·tact [ˈkɒntækt, αμερικ ˈkɑ:n-] ΟΥΣ
1. contact no pl (communication):
2. contact (person):
3. contact (relationship):
4. contact no pl (touch):
II. con·tact [ˈkɒntækt, αμερικ ˈkɑ:n-] ΡΉΜΑ μεταβ
I. wall [wɔ:l] ΟΥΣ
II. wall [wɔ:l] ΡΉΜΑ μεταβ
2. wall usu passive (separate):
contact ΕΠΊΘ
contact ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
wall contact behaviour ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.