στο λεξικό PONS
weak [wi:k] ΕΠΊΘ
1. weak (not strong):
2. weak (ineffective):
weak-mind·ed [-ˈmaɪndɪd] ΕΠΊΘ μειωτ
1. weak-minded:
weak-willed [-ˈwɪld] ΕΠΊΘ
Goldbach's weak conjecture ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
weak ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- wazz
- WBA
- WC
- we
- we'd
- weakest
- weak-kneed
- weakling
- weakly
- weak-minded
- weakness