Klebstoff
- Polychlorbutadien-Klebstoff
-
- Polyesterharz-Klebstoff
-
- Polyvinylacetat-Klebstoff
-
- Polyvinyläther-Klebstoff
-
- sich αιτ verfestigen Klebstoff
-
-
- Klebstoff θηλ <-(e)s, -e>
-
- Klebstoff αρσ <-(e)s, -e>
-
- Klebstoff αρσ <-(e)s, -e>
-
- Klebstoff αρσ <-(e)s, -e>
-
- Klebstoff schnüffeln οικ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.