στο λεξικό PONS
small ˈbusi·ness ΟΥΣ
I. busi·ness <pl -es> [ˈbɪznɪs] ΟΥΣ
1. business no pl (commerce):
2. business no pl:
3. business (profession):
4. business (company):
5. business no pl οικ:
8. business βρετ (affairs discussed):
9. business απαρχ χιουμ:
ιδιωτισμοί:
I. small [smɔ:l, αμερικ also smɑ:l] ΕΠΊΘ
1. small (not large):
3. small (insignificant):
4. small (on a limited scale):
5. small ΤΥΠΟΓΡ:
II. small [smɔ:l, αμερικ also smɑ:l] ΟΥΣ no pl
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
small business ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
small business entrepreneur ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.