στο λεξικό PONS
equip·ment [ɪˈkwɪpmənt] ΟΥΣ no pl
1. equipment (supplies):
2. equipment ΤΕΧΝΟΛ (tools, instruments):
3. equipment τυπικ (act of equipping):
I. fur·ni·ture [ˈfɜ:nɪtʃəʳ, αμερικ ˈfɜ:rnɪtʃɚ] ΟΥΣ no pl
1. furniture (in a home):
of·fice [ˈɒfɪs, αμερικ ˈɑ:-] ΟΥΣ
1. office:
2. office βρετ ΠΟΛΙΤ (government department):
and [ænd, ənd] ΣΎΝΔ
1. and (jointly):
3. and (in numbers):
4. and (then):
5. and (consequently):
6. and οικ (in order to):
7. and (for emphasis):
8. and (ever):
ιδιωτισμοί:
equipment ΟΥΣ
office ΟΥΣ
-
- Geschäftssitz αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
equipment ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Ausrüstung θηλ
office ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Stützpunkt αρσ
office ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- office
- office automation
- office-bearer
- office block
- office boy
- office furniture and equipment
- office girl
- office grapevine
- officeholder
- office hours
- office junior