στο λεξικό PONS
se·ri·ous [ˈsɪəriəs, αμερικ ˈsɪriəs] ΕΠΊΘ
1. serious:
3. serious προσδιορ (careful):
4. serious κατηγορ (determined):
5. serious οικ:
- serious (substantial)
- gründlich οικ
- serious (substantial)
- mächtig οικ
- to have some serious difficulty
-
6. serious:
serious ΕΠΊΘ
- serious injuries
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
serious ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- serious (Kurseinbruch, Risiko)
-
-
- serious
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.