στο λεξικό PONS
cus·tom [ˈkʌstəm] ΟΥΣ
1. custom (tradition):
2. custom no pl (usual behaviour):
tar·iff [ˈtærɪf, αμερικ esp ˈter-] ΟΥΣ
1. tariff τυπικ esp βρετ:
2. tariff ΟΙΚΟΝ, ΝΟΜ:
law [lɔ:, αμερικ esp lɑ:] ΟΥΣ
1. law (rule):
2. law no pl (legal system):
3. law no pl (police):
4. law (scientific principle):
-
- Zufallsgesetz ουδ
- law of conservation of energy ΦΥΣ
-
- law of conservation of matter ΧΗΜ, ΦΥΣ
-
- law of constant [or definite] proportions ΧΗΜ
-
- law of error propagation ΜΑΘ
-
5. law no pl (at university):
custom ΕΠΊΘ
- custom ΤΕΧΝΟΛ
-
tariff ΟΥΣ
law ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
customs tariff law ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.