στο λεξικό PONS
Ta·rif <-[e]s, -e> [taˈri:f] ΟΥΣ αρσ
1. Tarif (festgesetzter Einheitspreis):
- Tarif
-
2. Tarif (gewerkschaftliche Gehaltsvereinbarung):
- jdn nach einem bestimmten Tarif/einer bestimmten Lohngruppe besolden
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.