στο λεξικό PONS
protected geographical indication, P.G.I. ΟΥΣ
G <pl -'s>, g <pl -'s [or -s]> [ʤi:] ΟΥΣ
A4 ΟΥΣ βρετ
A συντομογραφία: A level
A1 <pl -'s [or -s]> [eɪ] ΟΥΣ
1. A (hypothetical person, thing):
A <pl -s [or -'s]>, a <pl -'s [or -s]> [eɪ] ΟΥΣ
II. G1 [ʤi:] ΕΠΊΘ αμετάβλ αμερικ
G ΚΙΝΗΜ → General-Audience
I. grand [grænd] ΕΠΊΘ
1. grand (splendid):
2. grand οικ (excellent):
3. grand (of age):
4. grand (important):
5. grand (large, far-reaching):
II. grand [grænd] ΟΥΣ
P.E.I. καναδ
PEI συντομογραφία: Prince Edward Island
p1 <pl -> [pi:] ΟΥΣ
p συντομογραφία: penny, συντομογραφία: pence
pen·ny <pl -nies [or βρετ pence]> [ˈpeni, pl pen(t)s] ΟΥΣ
ιδιωτισμοί:
pence [pen(t)s] ΟΥΣ
pence pl of penny
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.