Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. short [βρετ ʃɔːt, αμερικ ʃɔrt] ΟΥΣ
II. shorts ΟΥΣ
III. short [βρετ ʃɔːt, αμερικ ʃɔrt] ΕΠΊΘ
1. short (not long-lasting):
2. short:
4. short (scarce):
5. short (inadequate):
6. short (lacking):
7. short (in abbreviation):
8. short (abrupt):
10. short ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
IV. short [βρετ ʃɔːt, αμερικ ʃɔrt] ΕΠΊΡΡ (abruptly)
VI. short of ΠΡΌΘ
1. short of (just before):
2. short of (just less than):
VII. short [βρετ ʃɔːt, αμερικ ʃɔrt] ΡΉΜΑ μεταβ, αμετάβ
short ΗΛΕΚ → short circuit
VIII. short [βρετ ʃɔːt, αμερικ ʃɔrt]
I. cut short ΡΉΜΑ [βρετ kʌt -, αμερικ kət -] (cut short [sth], cut [sth] short)
II. cut short ΡΉΜΑ [βρετ kʌt -, αμερικ kət -] (cut [sb] short)
στο λεξικό PONS
I. short [ʃɔ:t, αμερικ ʃɔ:rt] ΕΠΊΘ
4. short (brief):
5. short (not enough):
ιδιωτισμοί:
II. short [ʃɔ:t, αμερικ ʃɔ:rt] ΟΥΣ
III. short [ʃɔ:t, αμερικ ʃɔ:rt] ΕΠΊΡΡ
short to stop:
I. short [ʃɔrt] ΕΠΊΘ
4. short (brief):
5. short (not enough):
6. short (rude):
ιδιωτισμοί:
II. short [ʃɔrt] ΟΥΣ
III. short [ʃɔrt] ΕΠΊΡΡ
short stop:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.