Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. one-off [βρετ wʌnˈɒf, αμερικ ˈwən ˈˌɔf] βρετ ΟΥΣ
unique [ynik] ΕΠΊΘ
1. unique (seul de son espèce):
2. unique (seul pour tous):
3. unique (remarquable):
seul (seule) [sœl] ΕΠΊΘ
1. seul (sans compagnie):
2. seul (sans aide):
3. seul (unique):
4. seul (solitaire):
5. seul (avec valeur adverbiale):
6. seul (avec valeur nominale):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.