encor αρχαϊκ
encor → encore
I. encore [ɑ̃kɔʀ] ΕΠΊΡΡ
1. encore (toujours):
2. encore (toujours pas):
3. encore (de nouveau):
4. encore (davantage):
5. encore (en plus):
6. encore (toutefois):
II. et encore ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.