Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. habitude [abityd] ΟΥΣ θηλ
1. habitude (manière d'agir):
2. habitude (fait d'être accoutumé):
II. d'habitude ΕΠΊΡΡ
- d'habitude
-
στο λεξικό PONS
habitude [abityd] ΟΥΣ θηλ
1. habitude (pratique):
- détestable personne, comportement, procédé, habitude
-
-
- d'habitude
-
- d'habitude
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- d'habitude
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- D.E.S.S.
- D.E.U.G.
- D.J.
- D.O.M.
- D.O.M.-T.O.M.
- d'habitude
- dab
- dacquois
- dacron
- dactyle
- dactylique