Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
habitual [βρετ həˈbɪtʃʊəl, həˈbɪtjʊəl, αμερικ həˈbɪtʃ(u)əl] ΕΠΊΘ
2. habitual drinker, smoker, liar:
- habitual
-
- habitual criminal
- récidiviste αρσ θηλ
habitual offender ΟΥΣ
- habitual offender
- récidiviste αρσ θηλ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.