στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
habitual [βρετ həˈbɪtʃʊəl, həˈbɪtjʊəl, αμερικ həˈbɪtʃ(u)əl] ΕΠΊΘ
2. habitual drinker, smoker, liar:
- habitual
-
- recidivo delinquente
- habitual
-
- habitual absentee
- inveterato bevitore, ladro, imbroglione, bugiardo
- habitual
-
- habitual
-
- habitual
- abituale reazione, comportamento
- habitual
- consueto comportamento, reazione
- habitual
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.