Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. diable [djɑbl] ΟΥΣ αρσ
1. diable:
3. diable (individu):
II. diable [djɑbl] ΕΠΙΦΏΝ
III. à la diable phrase
V. diable [djɑbl]
Dieu [djø] ΟΥΣ αρσ ΘΡΗΣΚ
démener <se démener> [dem(ə)ne] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. démener (s'agiter):
2. démener (se donner du mal):
στο λεξικό PONS
diable [djɑbl] ΟΥΣ αρσ
diable [djɑbl] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.