στο λεξικό PONS
presi·den·tial ˈyear ΟΥΣ αμερικ ΠΟΛΙΤ
presi·den·tial [ˌprezɪˈden(t)ʃəl] ΕΠΊΘ
1. presidential αμετάβλ, usu προσδιορ ΠΟΛΙΤ:
2. presidential προσδιορ, αμετάβλ (of head of organization):
year [jɪəʳ, αμερικ jɪr] ΟΥΣ
1. year (twelve months):
2. year (age, time of life):
3. year οικ (indefinite time):
4. year:
5. year (season):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.