στο λεξικό PONS
I. nackt [nakt] ΕΠΊΘ
Le·ben <-s, -> [ˈle:bn̩] ΟΥΣ ουδ
1. Leben (Lebendigsein):
2. Leben (Existieren):
3. Leben (Alltag, Lebensweise):
4. Leben (Lebewesen):
5. Leben (Geschehen, Aktivität):
6. Leben (Lebhaftigkeit):
ιδιωτισμοί:
Op·ti·ons·schein <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
nackter Optionsschein phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Optionsschein ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Nackensteifheit
- Nackenstütze
- Nackenträger
- nackert
- nackig
- nackter Optionsschein
- Nacktfoto
- Nacktheit
- Nacktmodell
- Nacktmull
- Nacktsamer