Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
fourneau <πλ fourneaux> [fuʀno] ΟΥΣ αρσ
I. haut (haute) [ˈo, ˈot] ΕΠΊΘ
1. haut (étendu verticalement):
2. haut (situé en altitude):
3. haut (dans une échelle de valeurs):
4. haut (dans une hiérarchie) προσδιορ:
II. haut (haute) [ˈo, ˈot] ΕΠΊΡΡ
1. haut (à un niveau élevé):
2. haut (dans le temps):
3. haut (dans un texte):
4. haut (fort):
III. haut ΟΥΣ αρσ
1. haut (partie élevée):
IV. en haut
en haut phrase:
VI. haute ΟΥΣ θηλ
VII. haut (haute) [ˈo, ˈot]
VIII. haut (haute) [ˈo, ˈot]
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.