στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
crime of passion [ˌkraɪməvˈpæʃn] ΟΥΣ
I. passion [βρετ ˈpaʃ(ə)n, αμερικ ˈpæʃən] ΟΥΣ
of [βρετ ɒv, (ə)v, αμερικ əv] ΠΡΌΘ
1. of (in most uses):
2. of (made or consisting of):
4. of (indicating a proportion or fraction):
στο λεξικό PONS
crime [kraɪm] ΟΥΣ
1. crime ΝΟΜ:
2. crime (criminal activity):
of [əv, stressed: ɒv] ΠΡΌΘ
2. of (belonging to):
5. of (without):
6. of (with):
10. of (consisting of):
11. of (characteristic):
12. of (concerning):
13. of (cause):
14. of (a portion of):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.