στο λεξικό PONS
Per·son <-, -en> [pɛrˈzo:n] ΟΥΣ θηλ
1. Person (einzelner Mensch):
2. Person (Leute):
3. Person (Frau):
4. Person ΝΟΜ (Rechtsperson):
5. Person ΛΟΓΟΤ, ΘΈΑΤ (Handelnde):
6. Person kein πλ ΓΛΩΣΣ (grammatische Form):
7. Person ΘΡΗΣΚ:
8. Person σπάνιο (Persönlichkeit):
ιδιωτισμοί:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
physische Person phrase ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Person ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Physiogeographie
- Physiognomie
- Physiologe
- Physiologie
- Physiologin
- physische Person
- Phytoplankton
- Pi
- Pianino
- Pianist
- Piano