στο λεξικό PONS
char·ac·ter [ˈkærəktəʳ, αμερικ ˈkerəktɚ] ΟΥΣ
1. character no pl (personality):
2. character (moral integrity):
3. character (unique person):
4. character ΛΟΓΟΤ, ΤΈΧΝΗ (representation):
5. character ΤΥΠΟΓΡ:
6. character ΝΟΜ:
ˈchar·ac·ter ac·tor ΟΥΣ
ˈchar·ac·ter as·sas·si·na·tion ΟΥΣ
ˈchar·ac·ter loan ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
ˈchar·ac·ter trait ΟΥΣ
ˈchar·ac·ter wit·ness ΟΥΣ ΝΟΜ
car·ˈtoon char·ac·ter ΟΥΣ
character ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
character loan ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
revolving character ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
wild card character ΟΥΣ IT
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
diagnostic character ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.