στο λεξικό PONS
I. char·ac·ter·is·tic [ˌkærəktəˈrɪstɪk, αμερικ ˌkerəktɚˈ-] ΟΥΣ
I. quan·tity [ˈkwɒntəti, αμερικ ˈkwɑ:nt̬ət̬i] ΟΥΣ
1. quantity (amount):
2. quantity (large amount):
3. quantity (huge amount):
characteristic ΟΥΣ
-  characteristic ΤΕΧΝΟΛ
-  
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
characteristic, trait, quality, feature ΟΥΣ
quantity <pl quantities> ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
characteristic quantity ΠΡΟΤΥΠΟΠ, ΑΞΙΟΛΌΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
