car·toon [kɑ:ˈtu:n, αμερικ kɑ:rˈ-] ΟΥΣ
1. cartoon (drawing):
- cartoon
- Cartoon αρσ o ουδ <-s, -s>
- cartoon
-
2. cartoon ΤΈΧΝΗ (preparatory drawing):
- cartoon
-
3. cartoon ΚΙΝΗΜ:
- cartoon
-
car·toon ˈstrip ΟΥΣ
- cartoon strip
- Cartoon αρσ o ουδ <-s, -s>
car·ˈtoon char·ac·ter ΟΥΣ
- cartoon character
-
-
- Animationsfilm αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.