στο λεξικό PONS
Me·tho·de <-, -n> [meˈto:də] ΟΥΣ θηλ
1. Methode (bestimmtes Verfahren):
- unzulässige Maßnahmen/Methoden
-
- gentechnische Methoden
-
-
- skrupellose Machenschaften/Methoden
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
VR-Methode ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
holländische Methode ΟΥΣ θηλ ΚΡΆΤΟς
Delphi-Methode ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Equity-Methode ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
TRM-Methode ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- verwandte Anschauungen/Methoden
- unzulässige Maßnahmen/Methoden
- gentechnische Methoden
- hinterhältige Methoden