στο λεξικό PONS
Er·fah·rungs·wert <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ meist πλ
Er·fah·rungs·aus·tausch <-(e)s, ohne pl> ΟΥΣ αρσ
er·fah·rungs·ge·mäß ΕΠΊΡΡ
-
- in sb's experience
- erfahrungsgemäß ist ...
-
Er·fah·rungs·ho·ri·zont ΟΥΣ αρσ
Er·fah·rungs·be·richt ΟΥΣ αρσ
Lern·er·fah·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Selbst·er·fah·rung <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ kein πλ
Un·ter·richts·er·fah·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΣΧΟΛ
Er·fah·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Erfahrung (prägendes Erlebnis):
2. Erfahrung (Übung):
Be·rufs·er·fah·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Aufbewahrungsfrist ΟΥΣ θηλ ΑΣΦΆΛ
Währungswarrant ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Sicherungswirkung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Verwahrungsprozess ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Verwahrungsort ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Aufbewahrungspflicht ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Fahrerfahrung
Umfahrungsstraße ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Eremit Eremitin
- erfahrbar
- erfahren
- Erfahrenheit
- Erfahrung
- Erfahrungswissen
- erfassbar
- erfaßbar
- erfassen
- Erfassung
- Erfassungsbereich