στο λεξικό PONS
I. Dutch [dʌtʃ] ΕΠΊΘ
- Dutch
-
- Dutch
-
II. Dutch [dʌtʃ] ΟΥΣ
1. Dutch no pl (language):
- Dutch
- Holländisch ουδ
- Dutch
- Niederländisch ουδ
2. Dutch (people):
- the Dutch pl
-
Dutch ˈauc·tion ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- Dutch auction
-
Dutch ˈoven ΟΥΣ αμερικ
- Dutch oven
- Schmortopf αρσ
Dutch ˈelm dis·ease ΟΥΣ no pl
-
- Ulmensterben ουδ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.