στο λεξικό PONS
allg. ΕΠΊΘ
allg. συντομογραφία: allgemein
I. all·ge·mein [ˈalgəˈmain] ΕΠΊΘ
1. allgemein προσδιορ (alle betreffend):
2. allgemein προσδιορ (allen gemeinsam):
3. allgemein (nicht spezifisch):
ιδιωτισμοί:
II. all·ge·mein [ˈalgəˈmain] ΕΠΊΡΡ
1. allgemein (allerseits, überall):
OLG <-s> ΟΥΣ ουδ
Oberlandesgericht ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ober·lan·des·ge·richt [o:bɐˈlandəsgərɪçt] ΟΥΣ ουδ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Oberlandesgericht ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ober·lan·des·ge·richt [o:bɐˈlandəsgərɪçt] ΟΥΣ ουδ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
ALG ΟΥΣ ουδ
ALG συντομογραφία: Arbeitslosengeld
Ar·beits·lo·sen·geld <-(e)s, ohne pl> ΟΥΣ ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.