στο λεξικό PONS
Dutch ˈelm dis·ease ΟΥΣ no pl
-
- Ulmensterben ουδ
dis·ease [dɪˈzi:z] ΟΥΣ
1. disease ΙΑΤΡ:
I. Dutch [dʌtʃ] ΕΠΊΘ
II. Dutch [dʌtʃ] ΟΥΣ
1. Dutch no pl (language):
-
- Holländisch ουδ
-
- Niederländisch ουδ
2. Dutch (people):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- dust sheet
- dust storm
- dust-up
- dust veil
- dusty
- Dutch elm disease
- Dutch guilder
- Dutchman
- Dutch method
- Dutch oven
- Dutch-style tender