στο λεξικό PONS
hol·län·disch [ˈhɔlɛndɪʃ] ΕΠΊΘ
1. holländisch (Holland betreffend):
- eine holländische Frau/ein holländischer Mann
-
2. holländisch ΓΛΩΣΣ:
Hol·län·disch [ˈhɔlɛndɪʃ] ΟΥΣ ουδ κλιν τύπος wie επίθ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- eine holländische Frau/ein holländischer Mann