στο λεξικό PONS
I. ju·ris·tisch [juˈrɪstɪʃ] ΕΠΊΘ
1. juristisch ΠΑΝΕΠ (Jura betreffend):
II. ju·ris·tisch [juˈrɪstɪʃ] ΕΠΊΡΡ ΝΟΜ
- gesetzliche/juristische Fiktion
-
-
- juristische Person
-
- juristische [o. A juridische] Fakultät
-
- juristische Hilfskraft
-
- juristische Wortgewandtheit
-
- juristische Feinheiten
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.