στο λεξικό PONS
I. is·sue [ˈɪʃu:] ΟΥΣ
1. issue:
2. issue (edition):
3. issue no pl (copies produced):
4. issue no pl (making available):
6. issue ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
8. issue no pl ΝΟΜ or dated (offspring):
-
- Nachkommen pl
II. is·sue [ˈɪʃu:] ΡΉΜΑ μεταβ
1. issue (produce):
2. issue (make known):
III. is·sue [ˈɪʃu:] ΡΉΜΑ αμετάβ τυπικ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.