Oxford Spanish Dictionary
I. public [αμερικ ˈpəblɪk, βρετ ˈpʌblɪk] ΕΠΊΘ
1. public (of people):
2. public (concerning the state):
3. public library/garden/footpath:
4. public (open, not concealed):
II. public [αμερικ ˈpəblɪk, βρετ ˈpʌblɪk] ΟΥΣ public access channel + ενικ or pl ρήμα
I. eye [αμερικ aɪ, βρετ ʌɪ] ΟΥΣ
1.1. eye ΑΝΑΤ:
1.2. eye (look, gaze):
1.3. eye (attention):
1.4. eye (ability to judge):
officer [αμερικ ˈɔfəsər, ˈɑfəsər, βρετ ˈɒfɪsə] ΟΥΣ
1. officer:
2. officer:
3. officer (official):
στο λεξικό PONS
public-relations officer ΟΥΣ
public information officer ΟΥΣ
I. public [ˈpʌblɪk] ΕΠΊΘ
officer [ˈɒfɪsəʳ, αμερικ ˈɑ:fɪsɚ] ΟΥΣ
3. officer:
4. officer (official):
public-relations officer ΟΥΣ
I. public [ˈpʌb·lɪk] ΕΠΊΘ
officer [ˈɔ·fɪ·sər] ΟΥΣ
3. officer:
4. officer (official):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.