Oxford Spanish Dictionary
child <pl children [ˈtʃɪldrən]> [αμερικ tʃaɪld, βρετ tʃʌɪld] ΟΥΣ
1. child:
2. child:
I. abuse ΟΥΣ [αμερικ əˈbjus, βρετ əˈbjuːs]
1. abuse U (insulting language):
II. abuse ΡΉΜΑ μεταβ [αμερικ əˈbjuz, βρετ əˈbjuːz]
1.3. abuse (sexually):
child psychologist ΟΥΣ
-  child psychologist
 -  
 
child psychiatry ΟΥΣ U
-  child psychiatry
 -  
 
child psychology ΟΥΣ U
-  child psychology
 -  
 
child psychiatrist ΟΥΣ
-  child psychiatrist
 -  
 
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.