Oxford Spanish Dictionary
naked [αμερικ ˈneɪkɪd, βρετ ˈneɪkɪd] ΕΠΊΘ
1. naked (unclothed):
2. naked:
3. naked (stark, plain):
- naked racism/aggression
-
- naked ambition/reality
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.