στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
shift lock [ˈʃɪftˌlɒk] ΟΥΣ
I. shift [βρετ ʃɪft, αμερικ ʃɪft] ΟΥΣ
1. shift (alteration):
2. shift (in workplace):
3. shift:
-
- sottoveste θηλ
7. shift αμερικ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ → gear shift
8. shift (on keyboard) → shift key
II. shift [βρετ ʃɪft, αμερικ ʃɪft] ΡΉΜΑ μεταβ
1. shift (move):
2. shift (get rid of):
3. shift (transfer):
III. shift [βρετ ʃɪft, αμερικ ʃɪft] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. shift (move around):
2. shift (move):
3. shift (change):
IV. to shift oneself ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
V. shift [βρετ ʃɪft, αμερικ ʃɪft]
I. lock1 [βρετ lɒk, αμερικ lɑk] ΟΥΣ
II. lock1 [βρετ lɒk, αμερικ lɑk] ΡΉΜΑ μεταβ
1. lock (close securely):
2. lock Η/Υ:
- lock file
-
στο λεξικό PONS
I. shift [ʃɪft] ΡΉΜΑ μεταβ
III. shift [ʃɪft] ΟΥΣ
1. shift (alteration, change):
-
- cambiamento αρσ
- shift of power
- trasferimento αρσ
3. shift (linguistic change):
-
- slittamento αρσ
I. lock2 [lɑ:k] ΟΥΣ
II. lock2 [lɑ:k] ΡΉΜΑ μεταβ
| I | shift |
|---|---|
| you | shift |
| he/she/it | shifts |
| we | shift |
| you | shift |
| they | shift |
| I | shifted |
|---|---|
| you | shifted |
| he/she/it | shifted |
| we | shifted |
| you | shifted |
| they | shifted |
| I | have | shifted |
|---|---|---|
| you | have | shifted |
| he/she/it | has | shifted |
| we | have | shifted |
| you | have | shifted |
| they | have | shifted |
| I | had | shifted |
|---|---|---|
| you | had | shifted |
| he/she/it | had | shifted |
| we | had | shifted |
| you | had | shifted |
| they | had | shifted |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.