στο λεξικό PONS
I. art [ɑ:t, αμερικ ɑ:rt] ΟΥΣ
2. art (creative activity):
4. art (high skill):
5. art pl ΠΑΝΕΠ (area of study):
operation ΟΥΣ
op·era·tion [ˌɒpəˈreɪʃən, αμερικ ˌɑ:pəˈreɪ-] ΟΥΣ
1. operation no pl (way of functioning):
2. operation no pl (functioning state):
3. operation (process):
4. operation (business):
5. operation (activity):
6. operation (surgery):
7. operation ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
8. operation ΜΑΘ:
op2 [ɒp, αμερικ ɑ:p] ΟΥΣ αμερικ
op συντομογραφία: opportunity
op·por·tu·nity [ˌɒpəˈtju:nəti, αμερικ ˌɑ:pɚˈtu:nət̬i] ΟΥΣ
1. opportunity (occasion):
2. opportunity (for advancement):
op3 [ɒp, αμερικ ɑ:p] ΟΥΣ ΣΤΡΑΤ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- ooze out
- oozy
- op
- opacity
- opal
- op art
- op cit
- OPEC
- OPEC countries
- Op-Ed
- Op-Ed page