στο λεξικό PONS
iden·ti·ty [aɪˈdentɪti, αμερικ -t̬ət̬i] ΟΥΣ
1. identity (who sb is):
2. identity (identicalness):
iˈden·tity theft ΟΥΣ
iˈden·ti·ty fraud ΟΥΣ no pl
iˈden·ti·ty cri·sis ΟΥΣ
iˈden·tity thief ΟΥΣ
brand iˈden·tity ΟΥΣ ΕΜΠΌΡ
identity matrix ΟΥΣ
-
- Identitätsmatrix θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
brand identity ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
corporate identity ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
identity of maturities ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.