στο λεξικό PONS
ma·tur·ity [məˌtjʊərəti, αμερικ -ˈtʃʊrət̬i] ΟΥΣ no pl
1. maturity:
2. maturity (developed form):
ma·ˈtur·ity date ΟΥΣ
-
- Fälligkeitsdatum ουδ
-
- Reifungsdatum ουδ
ma·ˈtur·ity yield ΟΥΣ βρετ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
ma·ˈtur·ity fund ΟΥΣ
bul·let ma·ˈtur·ity ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
identity of maturities ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
financing at matched maturities phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
matching of maturities ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
at matching maturities phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
principle of matching maturities ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
maturity ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Fälligkeit θηλ
maturity bracket ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.