στο λεξικό PONS
gold·en [ˈgəʊldən, αμερικ ˈgoʊl-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
2. golden (concerning gold):
4. golden μτφ (very good):
5. golden ΟΙΚΟΝ οικ:
ˈgold·en girl ΟΥΣ
gold·en ˈeagle ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
golden rule of accumulation ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
golden balance-sheet rule ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-  
-  goldene Bilanzregel θηλ
golden rule of financing ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-  
-  goldene Finanzierungsregel θηλ
debenture holder ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
certificate holder ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
card holder ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
-  
-  Kartenhalter αρσ
holder of a bill ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-  
-  Wechselinhaber αρσ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
