στο λεξικό PONS
I. ewig [ˈe:vɪç] ΕΠΊΘ
II. ewig [ˈe:vɪç] ΕΠΊΡΡ
1. ewig (dauernd):
2. ewig οικ (ständig):
3. ewig οικ (lange Zeitspanne):
II. bö·ig [ˈbø:ɪç] ΕΠΊΡΡ
I. feig [faik], fei·ge [ˈfaigə] ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Real-Time-Kurs ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.