στο λεξικό PONS
Se·quenz <-, -en> [zeˈkvɛnts] ΟΥΣ θηλ
quer [kve:ɐ̯] ΕΠΊΡΡ
II. tau·en [ˈtauən] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. hau·en <haut, haute [o. τυπικ hieb], gehauen [o. νοτιογερμ, A gehaut] haut, haute, gehauen> [ˈhauən] ΡΉΜΑ μεταβ
1. hauen <haut, haute [o. τυπικ hieb], gehauen [o. νοτιογερμ, A gehaut] > οικ (schlagen):
2. hauen <haut, haute [o. τυπικ hieb], gehauen [o. νοτιογερμ, A gehaut] > οικ (verprügeln):
3. hauen <haut, haute, gehauen> (meißeln):
4. hauen <haut, haute, gehauen> οικ σπάνιο (stoßen):
5. hauen <haut, haute, gehauen> αργκ (achtlos werfen):
- etw irgendwohin hauen
-
II. hau·en <haut, haute [o. τυπικ hieb], gehauen [o. νοτιογερμ, A gehaut] haut, haute, gehauen> [ˈhauən] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. hauen <haut, hieb [o. οικ a. haute], gehauen> (schlagen):
2. hauen <haut, haute [o. σπάνιο a. hieb], gehauen> οικ (prügeln):
III. hau·en <haut, haute [o. τυπικ hieb], gehauen [o. νοτιογερμ, A gehaut] haut, haute, gehauen> [ˈhauən] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. hauen <haut, haute, gehauen> αργκ (sich setzen, legen):
Quent ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
GenG ΟΥΣ ουδ
GenG συντομογραφία: Genossenschaftsgesetz ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ge·nos·sen·schafts·ge·setz ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ, ΟΙΚΟΝ
Query ΟΥΣ θηλ IT
verfügbare Menge phrase ΕΜΠΌΡ
Tenge ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
queer ΕΠΊΘ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Quell- und Zielbefragung ΔΗΜΟΣΚ
| es | taut |
|---|
| es | taute |
|---|
| es | hat | getaut |
|---|
| es | hatte | getaut |
|---|
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.