στο λεξικό PONS
Com·mu·ni·ty <-, -ties> [kəˈmju:nəti] ΟΥΣ θηλ ΔΙΑΔ
- Community
- community
- community
- Community θηλ <-, -ties>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Community of Interest ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
- queere Community
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.